Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Τον ουρανό που σού 'ταξα, ήταν για τους αγγέλους


Ο Νίκος Κοεμτζής έλαβε από την ελληνική κοινωνία, τη συγχώρεση που αναζητούσε εδώ και σαράντα χρόνια για το ειδεχθές έγκλημά του. Σε αυτές τις τέσσερις δεκαετίες, φυλακίστηκε, βασανίστηκε, βγήκε, αποκλείστηκε, έγραψε την ιστορία του σε βιβλίο, ο δήμος του παραχώρησε άδεια μικροπωλητή για να το πουλάει, ο Σαββόπουλος του έγραψε τραγούδι και ο Τάσιος τον γύρισε σε ταινία. Ο ίδιος, μέσα στην αγραμματοσύνη, τη φτώχεια και τα βιώματα που από μικρό παιδί του είχαν κάψει το μυαλό, δέχθηκε στωικά τη λύτρωση της συγχώρεσης από την «κοινή γνώμη». Και αυτή, με δύο λόγια συμπάθειας και ένα χτύπημα στην πλάτη εξιλεώθηκε για το ανάθεμα του πρώτου καιρού, όταν τον αποκαλούσε κτήνος και έψαχνε μέσα στα πιο σκοτεινά της ένστικτα, κρατώντας φακούς και μαχαίρια, να αυτοδικήσει πάνω στους νέους Κοεμτζήδες.
Αυτή η κοινωνία, αυτό έμαθε και αυτό μαθαίνει. Να αδιαφορεί, να «ξαφνιάζεται», να καταδικάζει και να «συγχωρεί».  Και αν κάποτε είχε μάθει να παλεύει μαζικά, να στέκεται αλληλέγγυα, να συντροφεύει, να προλαβαίνει το κακό, χρόνια τώρα το έχει ξεχάσει. Τώρα το μόνο που ξέρει είναι να «συγχωρεί» για να λυτρώνεται από τα δικά της εγκλήματα. Για αυτό, αφού συγχώρεσε τον Κοεμτζή, τον άφησε και δύο ώρες νεκρό στο πεζοδρόμιο χωρίς να του ρίξει βλέμμα. Για τέτοια συγχώρεση μιλάμε.
Και αν αυτός ήταν το κτήνος που συγχωρέθηκε, την ίδια τύχη θα είχαν τα θύματά του, αν εκείνο το βράδυ γύριζαν το μαχαίρι στο δικό του σώμα. Τότε η κοινωνία θα έδειχνε τη μεγαλοσύνη της ψυχής της στους «χαφιέδες της χούντας που παραστράτησαν».
Και στον θάνατό τους, θα έστριβε στη γωνία και θα ψιθύριζε χαιρέκακα: «Σκατά στο λάκο του», «Ένα ρεμάλι λιγότερο», «Στον αγύριστο». Τα άκουσα χτες...
Η κοινωνία λοιπόν, ευτυχώς καθαρίζει σιγά σιγά από τα κτήνη. Τι και αν, τέτοια που είναι, γεννάει περισσότερα; Κανένα πρόβλημα. Είναι τόσο μεγαλόψυχη που μπορεί να συγχωρεί. Αφού καταδικάσει.

«Ο καθένας μας είναι ο διάβολός του, και φτιάχνουμε σε αυτόν τον κόσμο, την προσωπική μας κόλαση» Oscar Wilde

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Kοίτα τον! Μαλάκα...

Μια φορά, την εποχή που έπαιζα μπάσκετ (παλιά, πολύ παλιά...) σε ένα ματς ο αντίπαλός μου, μου είχε βάλει 20 πόντους. Ο προπονητής μου στο τέλος γυρνάει και μου λέει χωρίς φωνές αλλά με μία εξαντλημένη αγανάκτηση: «Κάτσε και κοίτα τον, μαλάκα». Αφιερωμένο σε όσους καθόμαστε και κοιτάμε. Ακόμα.