Προσωπικά με θλίβει ιδιαίτερα η εικόνα του Γιώργου Νταλάρα να αποφεύγει τον κεσέ με το γιαούρτι πάνω στη σκηνή. Θυμάμαι σαν χθες την εικόνα από εκείνες τις αξέχαστες συναυλίες το 1983 -ήμουν εννέα χρονών τότε- την αποθέωση από τον κόσμο, και τον δημοφιλή τραγουδιστή να μονολογεί «δεν πιστεύω αυτό που βλέπω». Ήταν η ένδειξη ευγνωμοσύνης σε ένα πρόσωπο που ενσάρκωνε τα όνειρα και το αύριο ενός ταλαιπωρημένου λαού.
Η γενιά μου, όπως και η γενιά που με ανέθρεψε, μεγαλώσαμε με τα τραγούδια του. Θυμάμαι στοίβες τους δίσκους (σαν αυτόν στη φωτογραφία) να στριμώχνονται όρθιοι κάτω από τραπεζάκι του σαλονιού. Στα τραγούδια, αυτά, η Ελλάδα της μεταπολίτευσης έβλεπε την ελπίδα και την αισιοδοξία για κάτι καινούργιο, πιο καθαρό, που αξιοπρεπές, πιο τίμιο.Γαλουχηθήκαμε με το πνεύμα του «Αδιόρθω Αναρχί», του «Αϊ μωρέ παιδιά», του «Πάγωσε η τσιμινιέρα», του «Δέντρου». Mε αυτά τα τραγούδια μας έπαιρναν από το χέρι οι πατεράδες μας και μας ανέβαζαν στα φεστιβάλ της Καισαριανής, με αυτά τα τραγούδια κατεβήκαμε στις πρώτες πορείες.
Όταν λοιπόν ο άνθρωπος που τραγούδησε αυτές τις στιγμές, τρώει γιαούρτια και καρέκλες σε συναυλία, πραγματικά, τότε κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
Όλοι ξέρουν τη διαδρομή και το έργο του Γιώργου Νταλάρα. Όλοι ξέρουν επίσης, που ήταν και τι έκανε τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια. Κυρίως όμως, που δεν ήταν και τι δεν έκανε.
Ο επαγγελματισμός του -στον οποίο οφείλονται μια σειρά από πολύ ποιοτικές δουλειές στο παρελθόν- έγινε εναγκαλισμός με ολόκληρο το σύστημα εξουσίας και τις παραφυάδες του.
Από υμνητής των αγώνων και των καημών του Έλληνα, μεταμορφώθηκε σε λαϊκό εστέτ που μπαινόβγαινε στο Μέγαρο Μουσικής, που ήταν μέσα σε κάθε εκδήλωση με κρατικές χορηγίες, που η γυναίκα του έγινε υπουργός στην κυβέρνηση του ΔΝΤ. Με γεια του, με χαρά του.
Όμως, δεν είναι δυνατόν ένας καλλιτέχνης με αυτήν ακριβώς την πορεία, και με την οξυδέρκεια που τον διέκρινε στο παρελθόν, αφουγκραζόμενος τα μηνύματα της εποχής του, να κάνει ένα τόσο τραγικό λάθος και μετά απ' όλα αυτά να βγαίνει σε δήθεν συναυλίες αλληλεγγύης στη Νίκαια και τα Λιόσια.
Δεν έχεις καταλάβει τίποτα; Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Σε ποια εποχή νομίζεις ότι ζεις; Κοίτα γύρω σου. Και αν δεν βλέπεις τη φτώχεια, την ανεργία και τα αδιέξοδα, θα έπρεπε να δεις την οργή. Δεν την είδες. Την προσπέρασες επιδεικτικά και ανέβηκες στη σκηνή σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Δεν γίνεται ρε φίλε τη μία να βγαίνεις στο Mega και να υποστηρίζεις το Μνημόνιο και την άλλη να τραγουδάς για τον λαό που εξ αιτίας του Μνημονίου φυτοζωεί. Δεν γίνεται να του λες «σε γαμώ και σε υποστηρίζω» για να χρησιμοποιήσω και τη φράση από τραγούδι κάποιου συναδέλφου σου που κυνήγησες ανελέητα επειδή σε σατύρισε.
Αν έβλεπες τουλάχιστον, τη στάση άλλων τραγουδιστών της γενιάς σου -ίσως όχι τόσο επιτυχημένων- αλλά με επίγνωση της κατάστασης και της συγκυρίας, ίσως να έκανες αυτό που έκαναν. Ίσως σιωπούσες. Αυτή η στάση θα ήταν πιο έντιμη. Όσοι βρέθηκαν προ τετελεσμένων, κατάλαβαν ότι δεν τους παίρνει να βγουν κατόπιν εορτής και να τραγουδήσουν «για τον λαό». Έμειναν στα σπίτια τους.
Ο Πανταζής είναι συνεπής με αυτά που τραγουδάει. Αυτά τραγουδούσε πάντα, αυτά τραγουδάει και τώρα στα πρωινά. Ο Νίκος Καλογερόπουλος είναι επίσης συνεπής. Αυτά που έγραφε πάντα (και που γι' αυτά είναι αποκλεισμένος εδώ και χρόνια από όλο το κωλοσύστημα του εγχώριου θεάματος, από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου μέχρι τις εταιρείες παραγωγής), αυτά γράφει και τώρα. Γι αυτό και μπορεί να κυκλοφορεί ανάμεσα στον κόσμο με το κεφάλι ψηλά.
Εσύ προσπάθησες, και μάλιστα άκομψα και απροκάλυπτα να είσαι συνεπής και με τον λαό και με το Κολωνάκι. Ε, δεν γίνεται!
(Επειδή μυρίζομαι παρέμβαση του «πνευματικού κόσμου» που προφανώς θα σπεύσει να καταδικάσει «την αήθη και άνανδρη επίθεση στον δημοφιλή μας τραγουδιστή από μία μειοψηφία τραμπούκων», και παρόλο που δεν μ' αρέσει ούτε να δίνω, ούτε να παίρνω συμβουλές, θα συνέστηνα να σκεφτεί για ποιο λόγο συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν. Αυτές τις ώρες η αυτοκριτική είναι απείρως σημαντικότερη από την κριτική. Διαφορετικά, υπάρχουν γιαούρτια για όλους).