Πάντα πίστευα ότι τίποτα δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να μπει ανάμεσα σε μία φιλία και να τη διαλύσει. Έχω τρεις -αυτό που λέμε κολλητούς- και αρκετούς καλούς φίλους. Ποτέ δεν προβληματίστηκα για το αν θα επιλέξω ανάμεσα στη φιλία τους ή την απομόνωσή τους λόγω κάποιου -κατά τη δική μου, άκρως ελαττωματική κρίση- δικού τους ελαττώματος το οποίο μπορεί να με δυσαρεστούσε. Ήμουν φανατικός οπαδός της παροιμίας για τους φίλους και τα ελαττώματά τους και δίνω αγώνα για να παραμείνω έτσι.
Αυτό που ζούμε τα δύο-τρία τελευταία χρόνια, προς μεγάλη μου έκπληξη, διαπιστώνω ότι βάζει σε σκληρή δοκιμασία (και) τις φιλίες. Λένε ότι οι φίλοι φαίνονται στα δύσκολα. Όχι μόνο στα δικά σου ή τα δικά τους δύσκολα, όταν τους έχεις δηλαδή, ή σε έχουν ανάγκη, αλλά κυρίως στα δικά σας δύσκολα, όταν ο ένας έχει ανάγκη τον άλλο. Κάποιος χάνει τη δουλειά του, κάποιος δεν έχει χρήματα για φαγητό ή φάρμακα, κάποιος άλλος φοβάται να σηκώσει το τηλέφωνο γιατί χρωστάει παντού. Η γενιά μας ποτέ δεν χρειάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με τέτοιες καταστάσεις - αυτό που ζούμε είναι πρωτόγνωρο.
Τα δύσκολα λοιπόν, τα αληθινά δύσκολα, είναι εδώ και ποτέ δεν είχα αμφιβολία πως όσα και αν έρθουν, οι φιλίες θα είναι πάνω απ' όλα. Τελευταία όμως νομίζω ότι κάνω λάθος. Η αγάπη, η στήριξη, η αλληλεγγύη και η μαγεία της παρέας, αυτό το γλυκό βλέμμα του «τι σε νοιάζει ρε, εγώ είμαι εδώ» έχουν δώσει τη θέση τους στον φόβο. Σε έναν φόβο που δεν έχει τίποτα το παιδικό. Στον φόβο που γίνεται μίσος για όλους και για όλα.
Το καταλαβαίνεις από τις συζητήσεις μας - δεν πιστεύεις αυτά που ακούς. Καμία ψυχραιμία, καμία κριτική σκέψη - φυσικά καθόλου αγάπη για τίποτα και για κανέναν. Μόνο αρχέγονα συναισθήματα και κραυγές.
Δεν είμαι ιεροκήρυκας. Και εμένα με χαλάει η εικόνα μιας Αθήνας κατακλυσμένης από καροτσάκια σούπερ μάρκετ που τα σέρνουν ταλαιπωρημένες φιγούρες. Και εγώ δυσανασχετώ όταν σε κάθε φανάρι έρχεται ένας ρακένδυτος σκουρόδερμος να μου ζητήσει ψιλά. Ξέρω όμως ότι βρίσκεται εδώ για μια σειρά από λόγους, που ο καθένας μπορεί να καταλάβει. Όπως επίσης ο καθένας μπορεί να καταλάβει -αν σκεφτεί λίγο ψύχραιμα- για ποιους λόγους βρίσκεται εδώ και όχι κάπου αλλού.
Και όμως, όταν φοβάσαι, όλες αυτές οι λογικές σκέψεις πάνε περίπατο. Νομίζω ότι σε αυτή τη χώρα έχουμε πάψει από καιρό να σκεφτόμαστε και έχουμε αφήσει άλλους να σκέφτονται για εμάς: Τα χουντοκάναλα, τις ξεπουλημένες φυλλάδες των μεγαλοεργολάβων και τους δημοσιογράφους τους, τους δημαγωγούς των πάνελ, και τους λαϊκιστές των μπαλκονιών.
Η συνείδησή μας, ζητάει ελευθερία και δικαιοσύνη. Η συνήθεια, μας ζητάει βόλεμα και «ήρεμη» ζωή την οποία υπονομεύουν οι Πακιστανοί και οι Αφγανοί μετανάστες. Αυτοί, είναι η πληγή που απειλεί την ησυχία του μικροαστού Έλληνα. Και εναντίον αυτής της απειλής το σύστημα είναι πρόθυμο να προσφέρει τις υπηρεσίες του αποκρύπτωντας τις πραγματικές απειλές: Τη φτωχοποίησή του, την οικονομική του ομηρία από την υπερφορολόγηση και τον φόβο της ανεργίας και της εξαθλίωσης. Στον ίδιο ρυθμό και οι «υπηρεσίες» των αυτόκλητων σωτήρων της Χρυσής Αυγής. Των μπράβων της εθνικής μας συνείδησης που ανέλαβαν τον ρόλο τους πλακώνοντας αδιακρίτως στο ξύλο τους αλλοδαπούς, χαϊδεύοντας όμως και γλείφοντας την εξουσία και τους νταβατζήδες της. Πίνουν από το ίδιο βαρέλι, είναι η ίδια ράτσα, απλά σε αυτή την μπίζνα ανέλαβαν τη βρώμικη δουλειά.
Και οι φίλοι μου ξαφνικά μισούν τους μετανάστες. «Μας παίρνουν τις δουλειές». Τις δουλειές που ποτέ κανένας τους δεν καταδέχτηκε να κάνει. «Είναι εγκληματίες». Όλοι ανεξαιρέτως, ακόμα και αυτοί που είναι χρόνια στην Ελλάδα, έχουν φίλους Έλληνες, έχουν οικογένειες, παιδιά. «Δεν θέλουν να φύγουν», γι αυτό στοιβάζονται στο λιμάνι της Πάτρας ή της Ηγουμενίτσας προσπαθώντας να κρυφτούν σε μία νταλίκα, λαθρεπιβάτες για την Ιταλία.
Κανείς δεν σκέφτεται, κανείς δεν λυπάται, όλοι μισούν. Και σύντομα θα μισεί ο ένας τον άλλον.
Δεν θα υπάρχουν πια φίλοι.
Αυτό που ζούμε τα δύο-τρία τελευταία χρόνια, προς μεγάλη μου έκπληξη, διαπιστώνω ότι βάζει σε σκληρή δοκιμασία (και) τις φιλίες. Λένε ότι οι φίλοι φαίνονται στα δύσκολα. Όχι μόνο στα δικά σου ή τα δικά τους δύσκολα, όταν τους έχεις δηλαδή, ή σε έχουν ανάγκη, αλλά κυρίως στα δικά σας δύσκολα, όταν ο ένας έχει ανάγκη τον άλλο. Κάποιος χάνει τη δουλειά του, κάποιος δεν έχει χρήματα για φαγητό ή φάρμακα, κάποιος άλλος φοβάται να σηκώσει το τηλέφωνο γιατί χρωστάει παντού. Η γενιά μας ποτέ δεν χρειάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με τέτοιες καταστάσεις - αυτό που ζούμε είναι πρωτόγνωρο.
Τα δύσκολα λοιπόν, τα αληθινά δύσκολα, είναι εδώ και ποτέ δεν είχα αμφιβολία πως όσα και αν έρθουν, οι φιλίες θα είναι πάνω απ' όλα. Τελευταία όμως νομίζω ότι κάνω λάθος. Η αγάπη, η στήριξη, η αλληλεγγύη και η μαγεία της παρέας, αυτό το γλυκό βλέμμα του «τι σε νοιάζει ρε, εγώ είμαι εδώ» έχουν δώσει τη θέση τους στον φόβο. Σε έναν φόβο που δεν έχει τίποτα το παιδικό. Στον φόβο που γίνεται μίσος για όλους και για όλα.
Το καταλαβαίνεις από τις συζητήσεις μας - δεν πιστεύεις αυτά που ακούς. Καμία ψυχραιμία, καμία κριτική σκέψη - φυσικά καθόλου αγάπη για τίποτα και για κανέναν. Μόνο αρχέγονα συναισθήματα και κραυγές.
Δεν είμαι ιεροκήρυκας. Και εμένα με χαλάει η εικόνα μιας Αθήνας κατακλυσμένης από καροτσάκια σούπερ μάρκετ που τα σέρνουν ταλαιπωρημένες φιγούρες. Και εγώ δυσανασχετώ όταν σε κάθε φανάρι έρχεται ένας ρακένδυτος σκουρόδερμος να μου ζητήσει ψιλά. Ξέρω όμως ότι βρίσκεται εδώ για μια σειρά από λόγους, που ο καθένας μπορεί να καταλάβει. Όπως επίσης ο καθένας μπορεί να καταλάβει -αν σκεφτεί λίγο ψύχραιμα- για ποιους λόγους βρίσκεται εδώ και όχι κάπου αλλού.
Και όμως, όταν φοβάσαι, όλες αυτές οι λογικές σκέψεις πάνε περίπατο. Νομίζω ότι σε αυτή τη χώρα έχουμε πάψει από καιρό να σκεφτόμαστε και έχουμε αφήσει άλλους να σκέφτονται για εμάς: Τα χουντοκάναλα, τις ξεπουλημένες φυλλάδες των μεγαλοεργολάβων και τους δημοσιογράφους τους, τους δημαγωγούς των πάνελ, και τους λαϊκιστές των μπαλκονιών.
Η συνείδησή μας, ζητάει ελευθερία και δικαιοσύνη. Η συνήθεια, μας ζητάει βόλεμα και «ήρεμη» ζωή την οποία υπονομεύουν οι Πακιστανοί και οι Αφγανοί μετανάστες. Αυτοί, είναι η πληγή που απειλεί την ησυχία του μικροαστού Έλληνα. Και εναντίον αυτής της απειλής το σύστημα είναι πρόθυμο να προσφέρει τις υπηρεσίες του αποκρύπτωντας τις πραγματικές απειλές: Τη φτωχοποίησή του, την οικονομική του ομηρία από την υπερφορολόγηση και τον φόβο της ανεργίας και της εξαθλίωσης. Στον ίδιο ρυθμό και οι «υπηρεσίες» των αυτόκλητων σωτήρων της Χρυσής Αυγής. Των μπράβων της εθνικής μας συνείδησης που ανέλαβαν τον ρόλο τους πλακώνοντας αδιακρίτως στο ξύλο τους αλλοδαπούς, χαϊδεύοντας όμως και γλείφοντας την εξουσία και τους νταβατζήδες της. Πίνουν από το ίδιο βαρέλι, είναι η ίδια ράτσα, απλά σε αυτή την μπίζνα ανέλαβαν τη βρώμικη δουλειά.
Και οι φίλοι μου ξαφνικά μισούν τους μετανάστες. «Μας παίρνουν τις δουλειές». Τις δουλειές που ποτέ κανένας τους δεν καταδέχτηκε να κάνει. «Είναι εγκληματίες». Όλοι ανεξαιρέτως, ακόμα και αυτοί που είναι χρόνια στην Ελλάδα, έχουν φίλους Έλληνες, έχουν οικογένειες, παιδιά. «Δεν θέλουν να φύγουν», γι αυτό στοιβάζονται στο λιμάνι της Πάτρας ή της Ηγουμενίτσας προσπαθώντας να κρυφτούν σε μία νταλίκα, λαθρεπιβάτες για την Ιταλία.
Κανείς δεν σκέφτεται, κανείς δεν λυπάται, όλοι μισούν. Και σύντομα θα μισεί ο ένας τον άλλον.
Δεν θα υπάρχουν πια φίλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου