Η αγωγή που υπέβαλαν οι δημοσιογράφοι του Mega κατά του blog fimotro και το μανιφέστο του διευθυντή ειδήσεων του καναλιού Χρήστου Παναγιωτόπουλου, μου δημιούργησαν κρίση προσωπικότητας. Ερωτήματα όπως, «ποιος είμαι», «που δουλεύω», «πόσα παίρνω» κλπ, βασανίζουν εδώ και δύο μέρες το μυαλό μου γι' αυτό αποφάσισα να κάνω μία αναδρομή στο δημοσιογραφικό μου παρελθόν για να επιβεβαιώσω ότι όντως ασκώ το ίδιο επάγγελμα και ζω στην ίδια χώρα με τον κύριο.
Επιτρέψτε μου:
Εργάζομαι στον Τύπο τα τελευταία 14 χρόνια. To γεγονός αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι αν υπέγραφα σε αυτό το blog με το όνομά μου, θα θύμιζε κάτι σε οποιονδήποτε από εσάς και μάλλον χαίρομαι γι' αυτό. Από την πρώτη μου επαφή με τη δημοσιογραφία σιχάθηκα το ψώνιο που έχουν οι περισσότεροι του συναφιού, όχι με την είδηση, την αποκάλυψη και το ρεπορτάζ αλλά με τη δημοσιότητα και την «καριέρα».
Και πρέπει να πω ότι την επιλογή να κρατήσω τη συγκεκριμένη στάση από την αρχή, την οφείλω στον άνθρωπο που -ούτε λίγο ούτε πολύ- με έβαλε στο επάγγελμα το καλοκαίρι του 1997. Ό,τι είχα απολυθεί από φαντάρος. Δούλευα προσωρινά σε ένα νησί, ρεσεψιονίστ βραδυνός σε ξενοδοχείο. Για λίγες ημέρες. Ουσιαστικά όμως ήμουν χωρίς δουλειά και με μόνο εφόδιο ένα κωλόχαρτο που είχα πάρει από μία σχολή, από τις δεκάδες που φύτρωναν τότε σαν τα μανιτάρια. Μου 'χε πει η μάνα μου με το φτωχό της το μυαλό: «παιδάκι μου αφού είσαι καλός στην έκθεση δεν πας σε μία σχολή να γίνεις δημοσιογράφος»; Η πλάκα είναι ότι στις Πανελλήνιες είχα πατώσει σε όλα και δεν πήγα καν να δω τι βαθμό είχα πάρει στην έκθεση που τη δώσαμε τελευταία. Για να της χρυσώσω το χάπι της λέω «να ρε μάνα, 18 έγραψα έκθεση αλλά τι τα θες, με έφαγαν τα μαθηματικά και η κοινωνιολογία». Τέλος πάντων, ήμουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στρατό ακόμα βαριόμουν να πάω και της έκανα τη χάρη να καταταγώ στη λεγεώνα των δημοσιογράφων. Όταν πάρω το πούλιντζερ θα της το αφιερώσω.
Ήταν οι χρυσές εποχές του Τύπου. Η πρώτη δεκαετία της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Με τις παραδοσιακές εφημερίδες να «γράφουν» εξαψήφιες κυκλοφορίες, με τα lifestyle περιοδικά και το εκδοτικό μοντέλο του Κωστόπουλου να σαρώνουν, με τους Ολυμπιακούς αγώνες να έχουν δρομολογηθεί και με το Χρηματιστήριο στα ύψη. Κουτσοί - στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα. Ο παράδεισος του φελλού που πιστεύει ότι είναι θεός. Η Μέκκα της wannabe δημοσιογραφάρας που την κατάλληλη στιγμή θα «την έκανε» με δόξα και χρήμα για να γίνει συγγραφέας μυθιστορημάτων με τίτλους όπως «Και οι παντρεμένες έχουν ψυχή» και «Αγάπα, φάε, χέσε». Η εποχή που ανέθρεψε τα φιντάνια «μισός celebrity, μισός δημοσιογράφος», τα οποία σήμερα μας τα κάνουν τσουρέκια σε πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα, σαββατοκυριακάδικα, ριαλιτοπαίχνιδα και ειδησο-χαβαλεδιάρικα ραδιόφωνα. Κυρίως όμως, η εποχή που μετάλλαξε τους εδραιωμένους στη συνείδηση του κόσμου εκπροσώπους της τότε σοβαρής αρθρογραφίας, στα σημερινά άλιεν της δημοσιογραφικής διαπλοκής, επωαζόμενα στο αυγό των εργολάβων - εκδοτών, των τραπεζιτών και των Χριστοφοράκων.
Τι έλεγα; Α, ναι. Με ρωτάει λοιπόν ένας φίλος με τον οποίο είχαμε υπηρετήσει μαζί στο στρατό:
- «Ρε συ, δημοσιογράφος δεν είσαι»;
- «Τέλος πάντων, για πες παρακάτω».
- «Ρε φίλε, έχω έναν γνωστό στο τάδε τοπικό κανάλι και ψάχνουν για δημοσιογράφο. Γουστάρεις;».
Παίρνω τηλέφωνο. Ό τύπος αυτός μιλούσε φωναχτά και είχε τέτοια ενέργεια λες και κάθε δέκα λεπτά τον φόρτιζες στην πρίζα. Ίσως να βοηθούσε και το γεγονός ότι τα πρωινά δούλευε δημόσιος υπάλληλος και είχε λύσει προ πολλού το βιοποριστικό του. Οπότε το απόγευμα έσκαγε φρεσκαδούρα στο κανάλι και έκανε εκπομπές πολιτικού περιεχομένου ανακυκλώνοντας τους ίδιους και τους ίδιους συζητώντας τα ίδια θέματα - κάτι σαν την «Ανατροπή» αλλά σε Γ' κατηγορία από θεματολογία και πρόσωπα. Σαν να συγκρίνεις την Μενεγάκη με την Μπεκατώρου. Μαλακία από μαλακία διαφέρει. Στην καλύτερη, να είχε καλεσμένο κανέναν βουλευτή της περιφέρειας αλλά σε τετ α τετ συζήτηση, εκεί δεν υπήρχαν άλλοι καλεσμένοι. Συνήθως όμως είχε πάνελ με πρώην και νυν δημάρχους, πολιτευτές σαν τον Γκρούεζα, τον εξ απορρήτων του Μαυρογιαλούρου στη γνωστή ελληνική ταινία και διάφορους πουθενάδες που μαλώνανε ακριβώς όπως οχλαγωγούν και οι υπουργοί στο Mega. Περιπτωσάρα.
Του λέω λοιπόν: «παίρνω εκ μέρους του... », «ξέρω, ξέρω. Λοιπόν πότε θα έρθεις από 'δω; Σήμερα το απόγευμα μπορείς»; Του τα μάσαγα. Δεν ήξερα αν ήθελα πραγματικά να πάω - εννοείται ότι δεν είχα ιδέα από τηλεόραση αν και μετά το πρώτο 20ήμερο κατάλαβα πως ούτε αυτοί είχαν. Το πρώτο σοκ το έπαθα όταν μου είπε «που κολλάς ρε μεγάλε; Θα φαίνεσαι και εσύ στην κάμερα»!
Φυσικά, μετά από ένα τέτοιο intro στο επάγγελμα, ακόμα και αν είχα το ταλέντο δεν υπήρχε περίπτωση να γίνω «πραγματικός» δημοσιογράφος.
Και αν είχα αμφιβολίες γι αυτό, σιγουρεύτηκα τις επόμενες εβδομάδες. Εγώ ήμουν -και καλά- ρεπόρτερ, βάρδια απογευματινή για το υποτιθέμενο δελτίο ειδήσεων. Καλύπταμε δημοτικά συμβούλια και εκδηλώσεις δήμων, πηγαίναμε σε εκθέσεις ζωγραφικής και χορούς των ΚΑΠΗ - μιλάμε για μαχητική δημοσιογραφία, όχι μαλακίες. Μερικές φορές μας έβγαζαν και κάνα πεντοχίλιαρο οι καλλιτέχνες, πιστεύοντας -άκουσον άκουσον- ότι έπρεπε να πάρουμε χαρτζηλίκι επειδή τους προβάλλουμε. Τη δεύτερη φορά που αρνήθηκα και μάλιστα με κατηγορηματικό τρόπο (καθότι ασκούμε λειτούργημα), μου λέει ο κάμεραμαν: «Είσαι μαλάκας; Λοιπόν, μην ανακατευτείς ξανά γιατί θα μας καταστρέψεις. Άσε εμένα». Και έτσι, η δημοσιογραφία που γνώρισα είχε πάντα «μισθό συν ποσοστά».
Το μεγάλο πανηγύρι όμως γινόταν τους τελευταίους δύο - τρεις μήνες πριν από δημοτικές εκλογές. Θυμάμαι πολύ έντονα τις εκλογές του 1998. Πολλά λεφτά. Αλλά όχι για εμάς που βγαίναμε έξω. Οι συνεντεύξεις και η κάλυψη εκδηλώσεων υποψήφιων δημάρχων και δημοτικών συμβούλων ήταν προπληρωμένες και συμφωνημένες απευθείας με τους ιδιοκτήτες του καναλιού. Οπότε τα «ρεπορτάζ» συμπεριλαμβάνονταν στην τιμή, και εμείς οι ακούραστοι εργάτες της ενημέρωσης μέναμε με τα τυροπιτάκια από το μπουφέ στο χέρι.
Τρία χρόνια μετά, τα 'φερε η κατάρα να πιάσω δουλειά σε μεγάλο «μαγαζί» - από αυτά που σήμερα ονομάζουμε «καθεστωτικά». Και, ρε γαμώτο, δεν υπάρχει πιο ακριβής προσδιορισμός. Τότε πλέον συνειδητοποίησα πόσο ψιλικατζήδες ήμασταν στο καναλάκι. Εδώ δεν χρειαζόταν να περιμένουμε τις εκλογές. Κάθε μέρα κρύβει νέες ευκαιρίες. Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες, μεγάλα λιμάνια. Αν και οι κώλοι έχουν σφίξει τελευταία -μεγάλο θέμα που θα το αναλύσουμε σε άλλο επεισόδιο- η ουσία δεν αλλάζει. Η δημοσιογραφία, στη συντριπτική πλειοψηφία του Τύπου, είναι κατά 80% «αγορασμένη». Αυτή είναι η σωστή λέξη και όχι «πουλημένη». Αγορασμένα, όχι πάντα με χρήμα αλλά με ανταλλάγματα (διαφήμιση, εξυπηρετήσεις κλπ) είναι και τα περισσότερα «αποκλειστικά» θέματα, οι αποκαλύψεις, τα σκάνδαλα κλπ. Ακόμα και αυτά έχουν την τιμή τους και ο χρόνος στον οποίο «αποκαλύπτονται» είναι σχεδόν πάντα προκαθορισμένος και εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Είναι σαν να στήνεις ενέδρα σε κάποιον που σου χαλάει δουλειές. Έχεις προκαθορίσει πότε θα πατήσεις το κουμπί για να σκάσει η βόμβα.
Το υπόλοιπο 20% της ύλης είναι «εμπλουτισμένη» αναπαραγωγή ή απλή αντιγραφή ειδήσεων και παπαροειδείς απόψεις χωρίς σημασία, αν και στις τελευταίες, υπάρχουν αρκετές -ευτυχώς- εξαιρέσεις.
Οι δημοσιογράφοι της γενιάς μου, όταν ακούμε ή διαβάζουμε ένα θέμα που «σκάει», σαν τα παιδιά που κολλάνε τις κακές συνήθειες από τους γονείς, έχουμε μάθει, όχι να ερευνούμε το θέμα αυτό καθ' αυτό αλλά να εξετάζουμε πρώτα απ' όλα, ποιος το βγάζει, τι παρτίδες έχει με αυτόν που θίγεται, γιατί το βγάζει την συγκεκριμένη στιγμή, και κυρίως ποιος και με ποιον τρόπο θα βγει ωφελημένος (εκτός από τον ίδιο). Τέτοια διαστροφή, λέμε! Και αυτή τη δημοσιογραφία μάθαμε από τα -υποτίθεται- ιερά τέρατα.
Η προσωπική μου ιστορία στο χώρο, την οποία εν συντομία περιέγραψα παραπάνω, αποδεικνύει ότι πράγματι ζούμε και εργαζόμαστε στην ίδια χώρα με τον κύριο Παναγιωτόπουλο. Τότε όμως, γιατί ο διευθυντής ειδήσεων του Mega θέλησε με αγωγές να υπερασπιστεί την «τιμή και την υπόληψη» τη δική του και του είδους της δημοσιογραφίας που ασκεί, απέναντι σε ένα ανώνυμο blog που του επιτέθηκε; Αφού όλοι ζούμε στο ίδιο μεγάλο χωριό, τι είναι διαφορετικό; Μάλλον η νοοτροπία μας, ευτυχώς.
Και εγώ κύριε θα ένιωθα βαθιά προσβεβλημένος εάν έβλεπα τον εαυτό μου υποψήφιο ως καλύτερου γλύφτη της κυβέρνησης. Πριν αρχίσω όμως να καταθέτω αγωγές θα έκανα μία στοιχειώδη αυτοκριτική. Το βράδυ ας πούμε, όταν θα κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Θα τον ρωτούσα: «Είσαι αμερόληπτος; Παίρνεις εντολές για ποια θέματα, και πως, θα τα παρουσιάσεις; Στέκεσαι απέναντι στα συμφέροντα, πλάι στον λαό, και όχι το αντίστροφο; Έχεις καθαρή τη συνείδησή σου»;
Δεν ξέρω στη θέση σας αν θα ήμουν και πολύ υπερήφανος για τις απαντήσεις που θα έδινα.
Ναι, δουλεύω σε καθεστωτικό μαγαζί, το οποίο κάποτε τουλάχιστον κρατούσε τα προσχήματα. Ειλικρινά ντρέπομαι. Γιατί και αυτό, όπως και το δικό σας μαγαζί κύριε, λιγότερο ή περισσότερο, εξυπηρετούν επιχειρηματικά συμφέροντα που στέκονται απέναντι και όχι δίπλα στον λαό που μας διαβάζει και μας βλέπει. Έχω επιλέξει συνειδητά να μην κόβω βόλτες έξω από τα γραφεία των αρχισυντακτών όπως κάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι καριερίστες με τα ακριβά κοστούμια και τα blue touth, κάτι που βεβαιως θα μου άνοιγε αργά ή γρήγορα τις πόρτες για «επαγγελματική ανέλιξη». Αναγκάστηκα να βγω στην ανωνυμία (που για εσάς -ούτε λίγο ούτε πολύ- σημαίνει παρανομία) για να φωνάξω για όλα αυτά που εκεί μέσα με πνίγουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εγώ και κάθε blogger δεν έχουμε όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο, ευσυνειδησία και αξιοπρέπεια. Και έχω το ηλίθιο άλλοθι ότι τον χαμηλό μισθό μου -που σύντομα θα γίνει ακόμα χαμηλότερος για να μην πειραχθούν εκείνοι υψηλόβαθμων στελεχών σε θέσεις αντίστοιχες με τη δική σας- τον κερδίζω με σκληρή δουλειά και σε ένα τμήμα που από τη φύση του δέχεται τη λιγότερη επιρροή από συμφέροντα. Όταν όμως θα βρω την ευκαιρία να βγάζω τα προς το ζην, θα φύγω από 'κει μέσα. Γιατί, αν το 'χετε ξεχάσει (λόγω ίσως της παρέας που κάνετε με τα αφεντικά σας) αυτά μας λείπουν μόνο για να ζούμε αξιοπρεπώς: Τα «προς το ζην». Μακάρι να ήμουν τόσο γενναίος όπως κάποιοι -λίγοι- συνάδελφοι που βρόντηξαν την πόρτα πίσω τους χωρίς να έχουν εξασφαλίσει ούτε αυτά.
Η «ελληνική παρακμή» για την οποία μιλάτε, δεν εκφράζεται μέσα από το fimotro ούτε μέσα από κανένα άλλο blog που σας κάνει άκομψη και χοντροκομμένη κριτική. (Ούτε συκοφαντία, ούτε τίποτα -αφήστε τα πυροτεχνήματα του εντυπωσιασμού. Όλος ο κόσμος βλέπει τις ειδήσεις σας, δεν είναι χαζός).
Η «ελληνική παρακμή» εκφράζεται μέσα από τα δημόσια έργα και τις μίζες που προπαγάνδησαν Μέσα όπως αυτά στα οποία εργαζόμαστε και που, άλλωστε κατά ένα μεγάλο ποσοστό ανήκουν στους εργολάβους που τα ανέλαβαν με αδιαφανείς διαδικασίες.
Η «ελληνική παρακμή» εκφράζεται μέσα από την πλήρη ατιμωρησία «συναδέλφων» μας που κουβαλούσαν υποκλεμμένα DVD, εκβίαζαν δεξιά και αριστερά και τώρα κάνουν πλάκα στην τηλεόραση με τραγουδιστάκια και χαζογκόμενες σαν να μην τρέχει τίποτα.
Η «ελληνική παρακμή» εκφράζεται μέσα από τα τηλεσκουπίδια που σερβίρουν τα κανάλια στον κόσμο, από το τσίρκο των τηλεμαγείρων μέχρι τους ανεπάγγελτους μαϊντανούς που παπαρολογούν και χορεύουν στα πολύχρωμα πλατό σας. Έχουν στόχο την πλήρη αποχαύνωση της ελληνικής κοινωνίας και τη φίμωση κάθε φωνής που αντιδράει στο σκηνικό της γκλαμουροσαπίλας που εκπροσωπούν.
Η «ελληνική παρακμή» αποτυπώνεται στην τακτική της διχοτόμησης των κοινωνικών ομάδων που συστηματικά και με δεξιοτεχνία προωθούν τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Επιβάτες εναντίον οδηγών, γιατροί εναντίον ασθενών, δημόσιοι υπάλληλοι εναντίον ιδιωτικών υπαλλήλων. Η κοινή γνώμη «ξυπνάει» λόγω των blogs. Δεν καθοδηγείται από αυτά όπως δόλια ισχυρίζεστε.
Η «ελληνική παρακμή» εκφράζεται μέσα από την καθημερινή και προκλητικά επίμονη σε βαθμό πλύσης εγκεφάλου, προβολή φιλανθρωπικών και άλλων δράσεων, ημετέρων, συγγενών και κάθε λογής προσώπων που σχετίζονται με την οικογενειοκρατία των media. Λες και δεν υπάρχουν άλλοι, απλοί καθημερινοί άνθρωποι που παλεύουν και προσφέρουν από το υστέρημα (και όχι από το πλεόνασμά τους) για μία καλύτερη κοινωνία.
Είστε μέρος όλου αυτού του συστήματος εάν δεν το έχετε καταλάβει!
Και αφήστε το παραμύθι περί των δημοσιογραφικών περγαμηνών. Υπάρχουν δημοσιογραφικές περγαμηνές που γράφτηκαν με Bic σε λασπωμένα σημειωματάρια, σε απεργίες εργατών στο λιμάνι, σε διαμαρτυρίες πολιτών στους σταθμούς των ληστρικών διοδίων, στα νοσοκομεία, στην Κερατέα. Υπάρχουν και άλλες που γράφτηκαν με χρυσές Mont Blanc πάνω σε συμβόλαια εκατομμυρίων και σε λαμπερές αίθουσες ξενοδοχείων. Εσείς σε ποιες αναφέρεστε;
Ο χώρος μας, η δημοσιογραφία, είναι διαιρεμένος. Είμαστε «εμείς και εσείς». Και «εμείς» αν και πολλοί περισσότεροι από «εσάς» αναγκαζόμαστε να είμαστε οι «ανώνυμοι» και οι κυνηγημένοι. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή: Βυθισμένες στο σκοτάδι είναι οι φτωχογειτονιές και οι κάτοικοί τους πάνε μέσα για χρέος 300 ευρώ..
Και τα blogs είναι οι «δικές μας» γειτονιές. Αντιπροσωπεύουν την δημοσιογραφία που φανταστήκαμε αλλά που δεν γνωρίσαμε ποτέ. Πολύ σωστά υπογραμμίζετε κύριε ότι «δεν είμαστε όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι και ούτε πρόκειται να γίνουμε». Ακριβώς.
Όσο για τους φόβους σας μήπως βρεθείτε στο στόχαστρο τρομοκρατών δεν τους ασπάζομαι. Απ' όσο θυμάμαι ο τελευταίος νεκρός δημοσιογράφος που έπεσε από κάνες «τρομοκρατών», ήταν στην απέναντι πλευρά δεδομένου ότι τον βρίζατε όλοι όσο βρισκόταν εν ζωή.
Αφήστε λοιπόν τα blogs στην ησυχία τους και μη δίνετε άλλοθι στο καθεστώς να βγάλει τα φασιστικά βέλη της φίμωσης από τη φαρέτρα του, γιατί ο φασισμός φέρνει φασισμό και αυτός ο δεύτερος θα στραφεί -πραγματικά- εναντίον σας. Επιστρέψτε στους αναγνώστες σας και στους τηλεθεατές σας και αυτοί θα σας δώσουν πολλά περισσότερα από όσα τα αφεντικά σας και κυρίως κάτι που δεν έχετε ούτως ή άλλως - και όχι επειδή σας το στέρησαν τα blogs: Την υπερηφάνεια να περπατάτε με το κεφάλι ψηλά.
Την τιμή και την υπόληψη κύριε, σας την απονέμει η κοινωνία. Όχι ο δικαστής.
Επιτρέψτε μου:
Εργάζομαι στον Τύπο τα τελευταία 14 χρόνια. To γεγονός αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι αν υπέγραφα σε αυτό το blog με το όνομά μου, θα θύμιζε κάτι σε οποιονδήποτε από εσάς και μάλλον χαίρομαι γι' αυτό. Από την πρώτη μου επαφή με τη δημοσιογραφία σιχάθηκα το ψώνιο που έχουν οι περισσότεροι του συναφιού, όχι με την είδηση, την αποκάλυψη και το ρεπορτάζ αλλά με τη δημοσιότητα και την «καριέρα».
Και πρέπει να πω ότι την επιλογή να κρατήσω τη συγκεκριμένη στάση από την αρχή, την οφείλω στον άνθρωπο που -ούτε λίγο ούτε πολύ- με έβαλε στο επάγγελμα το καλοκαίρι του 1997. Ό,τι είχα απολυθεί από φαντάρος. Δούλευα προσωρινά σε ένα νησί, ρεσεψιονίστ βραδυνός σε ξενοδοχείο. Για λίγες ημέρες. Ουσιαστικά όμως ήμουν χωρίς δουλειά και με μόνο εφόδιο ένα κωλόχαρτο που είχα πάρει από μία σχολή, από τις δεκάδες που φύτρωναν τότε σαν τα μανιτάρια. Μου 'χε πει η μάνα μου με το φτωχό της το μυαλό: «παιδάκι μου αφού είσαι καλός στην έκθεση δεν πας σε μία σχολή να γίνεις δημοσιογράφος»; Η πλάκα είναι ότι στις Πανελλήνιες είχα πατώσει σε όλα και δεν πήγα καν να δω τι βαθμό είχα πάρει στην έκθεση που τη δώσαμε τελευταία. Για να της χρυσώσω το χάπι της λέω «να ρε μάνα, 18 έγραψα έκθεση αλλά τι τα θες, με έφαγαν τα μαθηματικά και η κοινωνιολογία». Τέλος πάντων, ήμουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στρατό ακόμα βαριόμουν να πάω και της έκανα τη χάρη να καταταγώ στη λεγεώνα των δημοσιογράφων. Όταν πάρω το πούλιντζερ θα της το αφιερώσω.
Ήταν οι χρυσές εποχές του Τύπου. Η πρώτη δεκαετία της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Με τις παραδοσιακές εφημερίδες να «γράφουν» εξαψήφιες κυκλοφορίες, με τα lifestyle περιοδικά και το εκδοτικό μοντέλο του Κωστόπουλου να σαρώνουν, με τους Ολυμπιακούς αγώνες να έχουν δρομολογηθεί και με το Χρηματιστήριο στα ύψη. Κουτσοί - στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα. Ο παράδεισος του φελλού που πιστεύει ότι είναι θεός. Η Μέκκα της wannabe δημοσιογραφάρας που την κατάλληλη στιγμή θα «την έκανε» με δόξα και χρήμα για να γίνει συγγραφέας μυθιστορημάτων με τίτλους όπως «Και οι παντρεμένες έχουν ψυχή» και «Αγάπα, φάε, χέσε». Η εποχή που ανέθρεψε τα φιντάνια «μισός celebrity, μισός δημοσιογράφος», τα οποία σήμερα μας τα κάνουν τσουρέκια σε πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα, σαββατοκυριακάδικα, ριαλιτοπαίχνιδα και ειδησο-χαβαλεδιάρικα ραδιόφωνα. Κυρίως όμως, η εποχή που μετάλλαξε τους εδραιωμένους στη συνείδηση του κόσμου εκπροσώπους της τότε σοβαρής αρθρογραφίας, στα σημερινά άλιεν της δημοσιογραφικής διαπλοκής, επωαζόμενα στο αυγό των εργολάβων - εκδοτών, των τραπεζιτών και των Χριστοφοράκων.
Τι έλεγα; Α, ναι. Με ρωτάει λοιπόν ένας φίλος με τον οποίο είχαμε υπηρετήσει μαζί στο στρατό:
- «Ρε συ, δημοσιογράφος δεν είσαι»;
- «Τέλος πάντων, για πες παρακάτω».
- «Ρε φίλε, έχω έναν γνωστό στο τάδε τοπικό κανάλι και ψάχνουν για δημοσιογράφο. Γουστάρεις;».
Παίρνω τηλέφωνο. Ό τύπος αυτός μιλούσε φωναχτά και είχε τέτοια ενέργεια λες και κάθε δέκα λεπτά τον φόρτιζες στην πρίζα. Ίσως να βοηθούσε και το γεγονός ότι τα πρωινά δούλευε δημόσιος υπάλληλος και είχε λύσει προ πολλού το βιοποριστικό του. Οπότε το απόγευμα έσκαγε φρεσκαδούρα στο κανάλι και έκανε εκπομπές πολιτικού περιεχομένου ανακυκλώνοντας τους ίδιους και τους ίδιους συζητώντας τα ίδια θέματα - κάτι σαν την «Ανατροπή» αλλά σε Γ' κατηγορία από θεματολογία και πρόσωπα. Σαν να συγκρίνεις την Μενεγάκη με την Μπεκατώρου. Μαλακία από μαλακία διαφέρει. Στην καλύτερη, να είχε καλεσμένο κανέναν βουλευτή της περιφέρειας αλλά σε τετ α τετ συζήτηση, εκεί δεν υπήρχαν άλλοι καλεσμένοι. Συνήθως όμως είχε πάνελ με πρώην και νυν δημάρχους, πολιτευτές σαν τον Γκρούεζα, τον εξ απορρήτων του Μαυρογιαλούρου στη γνωστή ελληνική ταινία και διάφορους πουθενάδες που μαλώνανε ακριβώς όπως οχλαγωγούν και οι υπουργοί στο Mega. Περιπτωσάρα.
Του λέω λοιπόν: «παίρνω εκ μέρους του... », «ξέρω, ξέρω. Λοιπόν πότε θα έρθεις από 'δω; Σήμερα το απόγευμα μπορείς»; Του τα μάσαγα. Δεν ήξερα αν ήθελα πραγματικά να πάω - εννοείται ότι δεν είχα ιδέα από τηλεόραση αν και μετά το πρώτο 20ήμερο κατάλαβα πως ούτε αυτοί είχαν. Το πρώτο σοκ το έπαθα όταν μου είπε «που κολλάς ρε μεγάλε; Θα φαίνεσαι και εσύ στην κάμερα»!
Φυσικά, μετά από ένα τέτοιο intro στο επάγγελμα, ακόμα και αν είχα το ταλέντο δεν υπήρχε περίπτωση να γίνω «πραγματικός» δημοσιογράφος.
Και αν είχα αμφιβολίες γι αυτό, σιγουρεύτηκα τις επόμενες εβδομάδες. Εγώ ήμουν -και καλά- ρεπόρτερ, βάρδια απογευματινή για το υποτιθέμενο δελτίο ειδήσεων. Καλύπταμε δημοτικά συμβούλια και εκδηλώσεις δήμων, πηγαίναμε σε εκθέσεις ζωγραφικής και χορούς των ΚΑΠΗ - μιλάμε για μαχητική δημοσιογραφία, όχι μαλακίες. Μερικές φορές μας έβγαζαν και κάνα πεντοχίλιαρο οι καλλιτέχνες, πιστεύοντας -άκουσον άκουσον- ότι έπρεπε να πάρουμε χαρτζηλίκι επειδή τους προβάλλουμε. Τη δεύτερη φορά που αρνήθηκα και μάλιστα με κατηγορηματικό τρόπο (καθότι ασκούμε λειτούργημα), μου λέει ο κάμεραμαν: «Είσαι μαλάκας; Λοιπόν, μην ανακατευτείς ξανά γιατί θα μας καταστρέψεις. Άσε εμένα». Και έτσι, η δημοσιογραφία που γνώρισα είχε πάντα «μισθό συν ποσοστά».
Το μεγάλο πανηγύρι όμως γινόταν τους τελευταίους δύο - τρεις μήνες πριν από δημοτικές εκλογές. Θυμάμαι πολύ έντονα τις εκλογές του 1998. Πολλά λεφτά. Αλλά όχι για εμάς που βγαίναμε έξω. Οι συνεντεύξεις και η κάλυψη εκδηλώσεων υποψήφιων δημάρχων και δημοτικών συμβούλων ήταν προπληρωμένες και συμφωνημένες απευθείας με τους ιδιοκτήτες του καναλιού. Οπότε τα «ρεπορτάζ» συμπεριλαμβάνονταν στην τιμή, και εμείς οι ακούραστοι εργάτες της ενημέρωσης μέναμε με τα τυροπιτάκια από το μπουφέ στο χέρι.
Τρία χρόνια μετά, τα 'φερε η κατάρα να πιάσω δουλειά σε μεγάλο «μαγαζί» - από αυτά που σήμερα ονομάζουμε «καθεστωτικά». Και, ρε γαμώτο, δεν υπάρχει πιο ακριβής προσδιορισμός. Τότε πλέον συνειδητοποίησα πόσο ψιλικατζήδες ήμασταν στο καναλάκι. Εδώ δεν χρειαζόταν να περιμένουμε τις εκλογές. Κάθε μέρα κρύβει νέες ευκαιρίες. Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες, μεγάλα λιμάνια. Αν και οι κώλοι έχουν σφίξει τελευταία -μεγάλο θέμα που θα το αναλύσουμε σε άλλο επεισόδιο- η ουσία δεν αλλάζει. Η δημοσιογραφία, στη συντριπτική πλειοψηφία του Τύπου, είναι κατά 80% «αγορασμένη». Αυτή είναι η σωστή λέξη και όχι «πουλημένη». Αγορασμένα, όχι πάντα με χρήμα αλλά με ανταλλάγματα (διαφήμιση, εξυπηρετήσεις κλπ) είναι και τα περισσότερα «αποκλειστικά» θέματα, οι αποκαλύψεις, τα σκάνδαλα κλπ. Ακόμα και αυτά έχουν την τιμή τους και ο χρόνος στον οποίο «αποκαλύπτονται» είναι σχεδόν πάντα προκαθορισμένος και εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Είναι σαν να στήνεις ενέδρα σε κάποιον που σου χαλάει δουλειές. Έχεις προκαθορίσει πότε θα πατήσεις το κουμπί για να σκάσει η βόμβα.
Το υπόλοιπο 20% της ύλης είναι «εμπλουτισμένη» αναπαραγωγή ή απλή αντιγραφή ειδήσεων και παπαροειδείς απόψεις χωρίς σημασία, αν και στις τελευταίες, υπάρχουν αρκετές -ευτυχώς- εξαιρέσεις.
Οι δημοσιογράφοι της γενιάς μου, όταν ακούμε ή διαβάζουμε ένα θέμα που «σκάει», σαν τα παιδιά που κολλάνε τις κακές συνήθειες από τους γονείς, έχουμε μάθει, όχι να ερευνούμε το θέμα αυτό καθ' αυτό αλλά να εξετάζουμε πρώτα απ' όλα, ποιος το βγάζει, τι παρτίδες έχει με αυτόν που θίγεται, γιατί το βγάζει την συγκεκριμένη στιγμή, και κυρίως ποιος και με ποιον τρόπο θα βγει ωφελημένος (εκτός από τον ίδιο). Τέτοια διαστροφή, λέμε! Και αυτή τη δημοσιογραφία μάθαμε από τα -υποτίθεται- ιερά τέρατα.
Η προσωπική μου ιστορία στο χώρο, την οποία εν συντομία περιέγραψα παραπάνω, αποδεικνύει ότι πράγματι ζούμε και εργαζόμαστε στην ίδια χώρα με τον κύριο Παναγιωτόπουλο. Τότε όμως, γιατί ο διευθυντής ειδήσεων του Mega θέλησε με αγωγές να υπερασπιστεί την «τιμή και την υπόληψη» τη δική του και του είδους της δημοσιογραφίας που ασκεί, απέναντι σε ένα ανώνυμο blog που του επιτέθηκε; Αφού όλοι ζούμε στο ίδιο μεγάλο χωριό, τι είναι διαφορετικό; Μάλλον η νοοτροπία μας, ευτυχώς.
Και εγώ κύριε θα ένιωθα βαθιά προσβεβλημένος εάν έβλεπα τον εαυτό μου υποψήφιο ως καλύτερου γλύφτη της κυβέρνησης. Πριν αρχίσω όμως να καταθέτω αγωγές θα έκανα μία στοιχειώδη αυτοκριτική. Το βράδυ ας πούμε, όταν θα κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Θα τον ρωτούσα: «Είσαι αμερόληπτος; Παίρνεις εντολές για ποια θέματα, και πως, θα τα παρουσιάσεις; Στέκεσαι απέναντι στα συμφέροντα, πλάι στον λαό, και όχι το αντίστροφο; Έχεις καθαρή τη συνείδησή σου»;
Δεν ξέρω στη θέση σας αν θα ήμουν και πολύ υπερήφανος για τις απαντήσεις που θα έδινα.
Ναι, δουλεύω σε καθεστωτικό μαγαζί, το οποίο κάποτε τουλάχιστον κρατούσε τα προσχήματα. Ειλικρινά ντρέπομαι. Γιατί και αυτό, όπως και το δικό σας μαγαζί κύριε, λιγότερο ή περισσότερο, εξυπηρετούν επιχειρηματικά συμφέροντα που στέκονται απέναντι και όχι δίπλα στον λαό που μας διαβάζει και μας βλέπει. Έχω επιλέξει συνειδητά να μην κόβω βόλτες έξω από τα γραφεία των αρχισυντακτών όπως κάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι καριερίστες με τα ακριβά κοστούμια και τα blue touth, κάτι που βεβαιως θα μου άνοιγε αργά ή γρήγορα τις πόρτες για «επαγγελματική ανέλιξη». Αναγκάστηκα να βγω στην ανωνυμία (που για εσάς -ούτε λίγο ούτε πολύ- σημαίνει παρανομία) για να φωνάξω για όλα αυτά που εκεί μέσα με πνίγουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εγώ και κάθε blogger δεν έχουμε όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο, ευσυνειδησία και αξιοπρέπεια. Και έχω το ηλίθιο άλλοθι ότι τον χαμηλό μισθό μου -που σύντομα θα γίνει ακόμα χαμηλότερος για να μην πειραχθούν εκείνοι υψηλόβαθμων στελεχών σε θέσεις αντίστοιχες με τη δική σας- τον κερδίζω με σκληρή δουλειά και σε ένα τμήμα που από τη φύση του δέχεται τη λιγότερη επιρροή από συμφέροντα. Όταν όμως θα βρω την ευκαιρία να βγάζω τα προς το ζην, θα φύγω από 'κει μέσα. Γιατί, αν το 'χετε ξεχάσει (λόγω ίσως της παρέας που κάνετε με τα αφεντικά σας) αυτά μας λείπουν μόνο για να ζούμε αξιοπρεπώς: Τα «προς το ζην». Μακάρι να ήμουν τόσο γενναίος όπως κάποιοι -λίγοι- συνάδελφοι που βρόντηξαν την πόρτα πίσω τους χωρίς να έχουν εξασφαλίσει ούτε αυτά.
Η «ελληνική παρακμή» για την οποία μιλάτε, δεν εκφράζεται μέσα από το fimotro ούτε μέσα από κανένα άλλο blog που σας κάνει άκομψη και χοντροκομμένη κριτική. (Ούτε συκοφαντία, ούτε τίποτα -αφήστε τα πυροτεχνήματα του εντυπωσιασμού. Όλος ο κόσμος βλέπει τις ειδήσεις σας, δεν είναι χαζός).
Η «ελληνική παρακμή» εκφράζεται μέσα από τα δημόσια έργα και τις μίζες που προπαγάνδησαν Μέσα όπως αυτά στα οποία εργαζόμαστε και που, άλλωστε κατά ένα μεγάλο ποσοστό ανήκουν στους εργολάβους που τα ανέλαβαν με αδιαφανείς διαδικασίες.
Η «ελληνική παρακμή» εκφράζεται μέσα από την πλήρη ατιμωρησία «συναδέλφων» μας που κουβαλούσαν υποκλεμμένα DVD, εκβίαζαν δεξιά και αριστερά και τώρα κάνουν πλάκα στην τηλεόραση με τραγουδιστάκια και χαζογκόμενες σαν να μην τρέχει τίποτα.
Η «ελληνική παρακμή» εκφράζεται μέσα από τα τηλεσκουπίδια που σερβίρουν τα κανάλια στον κόσμο, από το τσίρκο των τηλεμαγείρων μέχρι τους ανεπάγγελτους μαϊντανούς που παπαρολογούν και χορεύουν στα πολύχρωμα πλατό σας. Έχουν στόχο την πλήρη αποχαύνωση της ελληνικής κοινωνίας και τη φίμωση κάθε φωνής που αντιδράει στο σκηνικό της γκλαμουροσαπίλας που εκπροσωπούν.
Η «ελληνική παρακμή» αποτυπώνεται στην τακτική της διχοτόμησης των κοινωνικών ομάδων που συστηματικά και με δεξιοτεχνία προωθούν τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Επιβάτες εναντίον οδηγών, γιατροί εναντίον ασθενών, δημόσιοι υπάλληλοι εναντίον ιδιωτικών υπαλλήλων. Η κοινή γνώμη «ξυπνάει» λόγω των blogs. Δεν καθοδηγείται από αυτά όπως δόλια ισχυρίζεστε.
Η «ελληνική παρακμή» εκφράζεται μέσα από την καθημερινή και προκλητικά επίμονη σε βαθμό πλύσης εγκεφάλου, προβολή φιλανθρωπικών και άλλων δράσεων, ημετέρων, συγγενών και κάθε λογής προσώπων που σχετίζονται με την οικογενειοκρατία των media. Λες και δεν υπάρχουν άλλοι, απλοί καθημερινοί άνθρωποι που παλεύουν και προσφέρουν από το υστέρημα (και όχι από το πλεόνασμά τους) για μία καλύτερη κοινωνία.
Είστε μέρος όλου αυτού του συστήματος εάν δεν το έχετε καταλάβει!
Και αφήστε το παραμύθι περί των δημοσιογραφικών περγαμηνών. Υπάρχουν δημοσιογραφικές περγαμηνές που γράφτηκαν με Bic σε λασπωμένα σημειωματάρια, σε απεργίες εργατών στο λιμάνι, σε διαμαρτυρίες πολιτών στους σταθμούς των ληστρικών διοδίων, στα νοσοκομεία, στην Κερατέα. Υπάρχουν και άλλες που γράφτηκαν με χρυσές Mont Blanc πάνω σε συμβόλαια εκατομμυρίων και σε λαμπερές αίθουσες ξενοδοχείων. Εσείς σε ποιες αναφέρεστε;
Ο χώρος μας, η δημοσιογραφία, είναι διαιρεμένος. Είμαστε «εμείς και εσείς». Και «εμείς» αν και πολλοί περισσότεροι από «εσάς» αναγκαζόμαστε να είμαστε οι «ανώνυμοι» και οι κυνηγημένοι. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή: Βυθισμένες στο σκοτάδι είναι οι φτωχογειτονιές και οι κάτοικοί τους πάνε μέσα για χρέος 300 ευρώ..
Και τα blogs είναι οι «δικές μας» γειτονιές. Αντιπροσωπεύουν την δημοσιογραφία που φανταστήκαμε αλλά που δεν γνωρίσαμε ποτέ. Πολύ σωστά υπογραμμίζετε κύριε ότι «δεν είμαστε όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι και ούτε πρόκειται να γίνουμε». Ακριβώς.
Όσο για τους φόβους σας μήπως βρεθείτε στο στόχαστρο τρομοκρατών δεν τους ασπάζομαι. Απ' όσο θυμάμαι ο τελευταίος νεκρός δημοσιογράφος που έπεσε από κάνες «τρομοκρατών», ήταν στην απέναντι πλευρά δεδομένου ότι τον βρίζατε όλοι όσο βρισκόταν εν ζωή.
Αφήστε λοιπόν τα blogs στην ησυχία τους και μη δίνετε άλλοθι στο καθεστώς να βγάλει τα φασιστικά βέλη της φίμωσης από τη φαρέτρα του, γιατί ο φασισμός φέρνει φασισμό και αυτός ο δεύτερος θα στραφεί -πραγματικά- εναντίον σας. Επιστρέψτε στους αναγνώστες σας και στους τηλεθεατές σας και αυτοί θα σας δώσουν πολλά περισσότερα από όσα τα αφεντικά σας και κυρίως κάτι που δεν έχετε ούτως ή άλλως - και όχι επειδή σας το στέρησαν τα blogs: Την υπερηφάνεια να περπατάτε με το κεφάλι ψηλά.
Την τιμή και την υπόληψη κύριε, σας την απονέμει η κοινωνία. Όχι ο δικαστής.