Τις είχε φορέσει μόλις δύο φορές. Δεν ήθελε να τις χαλάει σε ποδαρόδρομους και βόλτες για καφέ. Το πλακόστρωτο στην Αγγέλου Μεταξά δεν έχει φτιαχτεί για δεκάποντες Prada αν και θα 'πρεπε. Ο Δημήτρης είχε ξοδέψει σχεδόν το μισό δώρο Χριστουγέννων για να τις κάνει δώρο στη γιορτή της. Χαλάλι... Τα είχαν ήδη τρία χρόνια και η Τίνα ήταν η αδυναμία του.
Εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ θα τις φορούσε ξανά. Είχαν κλείσει τραπέζι στο αγαπημένο τους ρεστοράν στη Βάρκιζα. Μετά θα πήγαιναν να συναντήσουν τους φίλους τους στο μόνιμο στέκι τους από Μάιο μέχρι Σεπτέμβρio στην παραλία της Γλυφάδας. Εκεί πλέον τους ήξεραν όλοι. Ο μετρ, η κοπέλα στην υποδοχή και οι σερβιτόροι. Φυσικά για να γίνει αυτό δεν είχαν χαλάσει και λίγα όλα αυτά τα χρόνια. Σχέσεις με το προσωπικό δεν χτίζεις μόνο επειδή είσαι κοινωνικός. Τους άρεσε το μαγαζί, είχαν περάσει άπειρα βράδια σε γιορτές και γεννέθλια.
Εκείνος δούλευε σε εταιρεία καλλυντικών. Κοντά δέκα χρόνια. Από τα 25 σχεδόν. Στην αρχή πωλητής, πολύ γρήγορα έγινε account manager αλλά μετά κάπου κόλλησε. Πέντε χρόνια τώρα το πάλευε για προαγωγή αλλά δεν του έβγαινε. «Είναι άλλοι μπροστά από σένα» του έλεγαν. Τα λεφτά, πολύ καλά για τα δεδομένα του μέσου εργαζόμενου. Δεν τα λες λίγα 2.300 ευρώ καθαρά το μήνα. Αλλά για εκείνον ήταν πολύ λίγα τώρα πια. «Κοίτα τον Γιάννη της κυρίας Δήμητρας, δίπλα. Με το ζόρι φτάνει τα 1200 ευρώ και τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ σε δύο δουλειές» του 'λέγε η μητέρα του. «Άσε μας ρε μάνα» της απαντούσε αγανακτισμένος. «Εγώ, δηλαδή, δεν τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ; Και δεν κοιτάω τον Γιάννη. Κοιτάω έναν άλλον που γνώρισα προχτές και βγάζει τα διπλά από μένα σε ναυτιλιακή. Κοντεύω να βγάζω τα λιγότερα από όλους. Μόνο ο Νίκος βγάζει πιο λίγα επειδή τον έβαλε ο πατέρας του στην πρέσα. Και ούτως ή άλλως κάποια μέρα θα κληρονομήσει ένα μαγαζί. Εγώ τι κάνω»!
Έτσι ήταν. Ποτέ δεν είχε μάθει να κοιτάζει προς τα κάτω. Μόνο πάνω. Και αυτό που είχε δεν του έφτανε. Για την ακρίβεια του φαινόταν φιλοδώρημα για τις ικανότητες που πίστευε ότι διέθετε και κυρίως για τη δουλειά που έριχνε στην εταιρεία. Η ζωή του είχε πλέον γίνει ένα κυνήγι μαγισσών χωρίς διακοπή.
Η ασημί SLK σταμάτησε έξω από τη νεόκτιστη πολυκατοικία στο Μοσχάτο. Τέσσερα χρόνια πλήρωνε 600 ευρώ τον μήνα. Την είχε βρει ελαφρώς μεταχειρισμένη 28.000 ευρώ. «Ευκαιρία» του πιπίλαγαν το μυαλό οι φίλοι του. «Κοίτα τη μαλάκα! Κουκλάρα το αμάξι...» Η κάψα του τριαντάρη. Και η εποχή του τριαντάρη. Τα πρώτα χρόνια όμως, που μπορούσε να τη χαρεί, είχε το άγχος του δανείου. Τώρα, την είχε ξεπληρώσει εδώ και έναν χρόνο και δεν του έκανε πλέον καμία αίσθηση. Ειρωνία... «Και τι κατάλαβες;» ρωτούσε με αυστηρό ύφος μέσα του μια φωνή. Η Τίνα βέβαια καμάρωνε. Της άρεσε να την κοιτούν με φθόνο άλλα κορίτσια της ηλικίας της στα φανάρια. Κλασική μοναχοκόρη, μεγαλωμένη στα μετάξια. Με πιάνο αλλά χωρίς Γαλλικά. Δεν της άρεσαν. Γενικά από μικρή δεν είχε μάθει να παιδεύει πολύ το μυαλό της. Είχαν φροντίσει γι' αυτό οι γονείς της. Την είχαν καλομάθει αλλά το χαίρονταν. Και στα 25 της ζούσε τη ζωή σε όλη της την ένταση. Τη ζωή, όπως την είχε μάθει αυτή. Χωρίς να της λείψει τίποτα. Το easy living. Ωράριο 8-4, πενθήμερο, βόλτες, ψώνια, έξοδοι, διήμερες εκδρομές, διακοπές... Δουλειά βρήκε σε δήμο των Νοτίων προαστίων από τα 22. Πρώτα σε ένα δημοτικό οργανισμό, εποχική. Μετά ο πατέρας της εκμετελλεύτηκε μια παλιά γνωριμία που είχε από τον καιρό που συνδικαλιζόταν στον ΗΣΑΠ, οδηγός ο ίδιος. Τα καλά χρόνια μπόρεσε να μαζέψει κάποια χρήματα. Έκανε τη μεγάλη κίνηση και αγόρασε ένα ωραίο διαμέρισμα. Με τους κόπους μια ζωής και χωρίς να ζητήσει βοήθεια από κανέναν. Σιχαινόταν τους γλύφτες του συνδικαλισμού. Τους τα βρόντηξε γρήγορα. Και με τη μικρή, δεν ήθελε να υποχρεωθεί σε κανέναν. Τέλος πάντων κατάφερε να την κάνει αορίστου χρόνου και τώρα πια περιμένε να περάσουν τα τελευταία τέσσερα χρόνια να συνταξιοδοτηθεί. Το «Τινάκι» του ήταν πλέον τακτοποιημένο - ήταν το μεγαλύτερό του άγχος.
Η μουσική ήταν δυνατή. Ο κόσμος πολύς - Σάββατο βράδυ. Τα αγόρια της παρέας δεν είχαν όρεξη για πολλά πολλά. Όλοι τους 30 συν πια, δημιουργημένοι, με τα δικά τους λεφτά, με τις αμαξάρες τους. Αλλά ως εργαζόμενοι ή πολύ περισσότερο ως στελέχη όπως δήλωναν στα επαγγελματικά ραντεβού, είχαν γαλουχηθεί μέσα σε μία επίπλαστη εργασιακή ευημερία που, και αυτοί δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν που κολλάει...
«Ρε φίλε, τα τρία τελευταία χρόνια μπαίναμε συνέχεια μέσα. Διάβαζα τους ισολογισμούς. Πως γίνεται να έπαιρνα τα λεφτά που έπαιρνα και στους διευθυντές να έδιναν και μπόνους από πάνω, μου λες;» αναρρωτιόταν ο Παύλος που δούλευε σε εταιρεία υποδομών αθλητικών εγκαταστάσεων. Είχαν πάρει σχεδόν τις μισές δουλειές των Ολυμπιακών Ακινήτων αλλά από τον καιρό που δούλευαν για τους Αγώνες κοντεύει πια να κλείσει δεκαετία. Οι περικοπές, είχαν πέσει σε όλους βαριές. Όχι όμως απότομες.
«Μόνος σου το λες ρε φίλε. Τα ακούγαμε και τα βλέπαμε» απάντησε ο Δημήτρης. Ήξερε και αυτός ότι η μείωση μισθού ήταν κοντά. Ο τζίρος στην εταιρεία το τελευταίο εξάμηνο ήταν 25% κάτω από πέρυσι, που ήταν 20% κάτω από πρόπερσι... «Τα ακούγαμε και δεν κάναμε τίποτα. Βλέπαμε το παγόβουνο να έρχεται και νομίζαμε ότι θα χτυπήσει άλλο καράβι» ξέσπασε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του. Αναθεμάτιζε εκείνη την νοοτροπία που τον ανέθρεψε επαγγελματικά. Ότι, τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει την καριέρα του. Ότι όλα μπορούν να πάνε μόνο μπροστά και πάνω.
Λίγο πιο δίπλα ο Νίκος, με το μονίμως σνομπ ύφος χάζευε τα κορίτσια της παρέας που όρθια με το ποτό στο χέρι λικνίζονταν και γελούσαν. «Κοίταξέ τις ρε... Τι ανάγκη έχουν αυτές» μονολογούσε με τον γνωστό φτηνό λαϊκό μισογυνισμό του. «Τι κρίση και μαλακίες. Για τόλμα να τους πεις ότι φέτος δεν έχει διακοπές. Μισά εμείς, μισά ο μπαμπάς και αυτές τα κραγιόν. Κατάλαβες αδερφέ»;
Υπερβολές. Κάθε μία είχε μάθει να εργάζεται και να πληρώνεται. Σε μία εποχή που αυτό ήταν ο κανόνας και το σχετικά εύκολο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ποτέ δεν ζήτησαν κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο. Η Μύκονος, τα χιονοδρομικά, τα Prada και τα μπουζούκια ήταν κάτι το φυσιολογικό για το οποίο κανείς δεν μπορούσε να τις κατηγορήσει. Για ποιον λόγο να ανησυχήσουν; Αυτό βρήκαν, με αυτό έζησαν. Πως ήταν δυνατόν τώρα να βρουν τα αντανακλαστικά για να κατανοήσουν το πρόβλημα σε όλο το μέγεθός του;
«Είμαστε η γενιά που έζησε μία ψεύτικη ζωή και τώρα ξυπνάει για να ζήσει την αληθινή» μονολογούσε φιλοσοφώντας ο Δημήτρης. «Βλέπαμε τους πιτσιρικάδες να πετάνε μολότοφ στους μπάτσους και νιώθαμε ότι δεν έχουμε τίποτα να μας ενώνει μ' αυτούς. Κατέβαιναν δέκα άνθρωποι σε πορεία και εμείς παραπονιόμασταν για την κίνηση. Ακόμα και τώρα. Σου 'ρχεται ο πακιστανός στο φανάρι και δεν καταδέχεσαι να τον κοιτάξεις μια στιγμή στα μάτια. Μάθαμε να τα σπάμε στα μπουζούκια για να πουλήσουμε μούρη επειδή είχαμε μια δουλειά του αέρα και τώρα κάνουμε το ίδιο μπας και πιστέψουμε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Αντί να δούμε την αλήθεια κατάματα κάνουμε βουτιές στο παρελθόν για να νιώσουμε καλύτερα. Κότες είμαστε ρε μαλάκα! Μεγάλες κότες. Βρίζουμε τη γενιά του Πολυτεχνείου ότι δήθεν μας έφερε σ' αυτό το χάλι. Εμείς που είμασταν δηλαδή; Τουλάχιστον η γενιά του Πολυτεχνείου βρέθηκε ένα βράδυ στον ίδιο χώρο και ξεσηκώθηκε. Εμείς, που διάολο θα συναντηθούμε; Στα κλαμπ και στις καφετέριες; Που είμαστε ρε»;
Η παρέα τον κοιτούσε με ανοικτό το στόμα... Ποτέ δεν είχε μιλήσει έτσι. Ο Δημήτρης, ένα γνήσιο παιδί της ελεύθερης αγοράς να βγάζει λόγο σαν κομμουνιστής; «Τι λες ρε φίλε»; αποκρίθηκε ο Παύλος. «Έτσι μάθαμε να ζούμε. Τώρα θα αλλάξουμε; Ή μήπως είμαστε για κινήματα τώρα»; αναρρωτήθηκε...
«Έτσι μας έμαθαν αδερφέ. Και εμείς καταπίναμε ό,τι μαλακία μας σέρβιραν. Από μικραστοί, μας είπαν ξαφνικά να γίνουμε γιάπηδες. Και εμείς τους πιστέψαμε, οι μαλάκες». Άναψε τσιγάρο. Παραμέρησε τον κόσμο μέσα σε χαρούμενες φωνές και γέλια και βγήκε έξω να πάρει αέρα. Ο Παύλος τον ακολούθησε. Κοίταξε τη θάλασσα μπροστά του. «Έρχονται μέρες που δεν θα τις έχουμε ξαναζήσει φίλε. Τα πράγματα δεν θα μείνουν ίδια. Και είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που πρέπει να τα αλλάξουν. Γιατί αν εμείς δεν είμαστε φτωχοί, θα γίνουν τα παιδιά μας. Θα ζήσουν σε μια χώρα που τίποτα δεν θα τους ανήκει. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Τώρα».
(Οποιαδήποτε ομοιότητα των προσώπων και των διαλόγων με την πραγματικότητα είναι συμπτωματική. Οι συνθήκες της ιστορίας είναι πραγματικές και επικρατούν τώρα στην Ελλάδα).