Κάθε πρωτοχρονιά, μια αρχή στο μυαλό του καθενός. Στην πραγματικότητα, η συνέχεια της ζωής όπως τη ζούμε. Ό,τι μας έρθει. Όχι ό,τι φέρουμε. Και όποιος αντέξει.
Αν έχεις προσέξει, τις πιο πολλές ευχές κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τις κάνουν εκείνοι που δεν έχουν διάθεση να αλλάξουν τίποτα στη ζωή τους. Εύχονται ένα σωρό πράγματα αλλά στην ουσία η ευχή τους είναι μία. Να μη γίνει η ζωή τους χειρότερη απ' ότι είναι.
Εχω βαρεθεί να εύχομαι. Πλέον ούτε από συνήθεια δεν το κάνω. Ισως μου ξεφύγει το «καλή χρονιά» στον περιπτερά απ' όπου θα πάρω τα πρώτα τσιγάρα του έτους. Προτιμώ να ελπίζω. Το να ελπίζεις σε κάτι, προϋποθέτει αρκετές φορές και τη δική σου προσπάθεια. Ανοίγεις μια δουλειά, στέκεσαι από πάνω, ιδρώνεις, έχεις αγωνία και ελπίζεις να πάει καλά.
Το να εύχεσαι κάτι, δεν διαφέρει από το να προσεύχεσαι. Στο θεό για παράδειγμα. Να εναποθέτεις την ελπίδα σου σε κάποιον τον οποίο ούτε καν βλέπεις. Προσωπικά δεν εύχομαι σε κανέναν να πέσει σε αυτή τη συμφορά.
Προτιμώ να ελπίζω λοιπόν. Γιατί αυτό, χωράει και τη δική μου μεγάλη ή μικρή διάθεση να κάνω κάτι για να γίνει η ελπίδα μου πραγματικότητα.
Ενα πράγμα ελπίζω για τη νέα χρονιά. Να ανοίξουμε τα ματιά μας και να δει ο καθένας την αλήθεια, μέσα από τη δική του ζωή και όχι μεσα από τα δελτία της ψευτιάς και της βρώμικης προπαγανδας. Να καταλάβουμε το παιχνίδι που παίζεται στην πλάτη μας, κρυμμένο πίσω από πλαστά διλήμματα (αριστερά-δεξιά), σκιώδεις αντιπάλους (Τσίπρας, ΧΑ) και φανταστικούς εχθρούς (αντιεξουσιαστές, μετανάστες).
Μην αμφιβάλλεις. Ο στόχος τους είσαι εσύ. Στο πρόσωπο αυτών που τρώνε ξύλο επειδή αγωνίζονται για μία δίκαιη κοινωνία, που λοιδωρούνται ως εχθροί της δημοκρατίας από τα χουντοκάναλα των μεγαλοεργολάβων και των εφοπλιστών, εσύ βλέπεις τον εαυτό σου. Και φοβάσαι.
Άλλοι είναι όμως αυτοί που φοβούνται ένα λαό που φωνάζει και απαιτεί. Γι αυτό και οι μπάτσοι που τους φυλάνε είναι πια τόσοι πολλοί και βρίσκονται παντού. Τρέμουν έναν λαό που αντιστέκεται στη φτωχοποίησή του, στην αρπαγή της περιουσίας του, ένα λαό που αναζητεί την αλήθεια. Τους κόβεται το αίμα μπροστά σε ένα λαό που τους φτύνει στα μούτρα και δεν περιμένει τίποτα απο τις εκλογές τους, απαιτώντας την αληθινή δημοκρατία. Φτύσε τους στα μούτρα. Μην αρκεστείς σε τίποτα λιγότερο.
Φέτος, πάψε να είσαι οπαδός τους. Γίνε οπαδός του γείτονά σου, του συναδέλφου σου, του συναγωνιστή σου.
Και μη φοβάσαι. Δεν είσαι μόνος σου. Κανείς δεν θα σε αφήσει μόνο σου, αν και εσύ είσαι δίπλα στον άλλο. Αυτό λέγεται αλληλεγγύη. Δεν σε θέλουν αλληλέγγυο. Ο φοβισμένος, δεν θέλει να σταθεί αλληλέγγυος στον διπλανό του, για να μη βρεθεί στη θέση του. Εσύ δεν φοβάσαι. Πες «δεν φοβάμαι» και πίστεψέ το.
Ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Άρη Βελουχιώτη, ο ηλεκτροτεχνίτης Γιώργος Χουλιάρας διηγείται στη βιογραφία του Καπετάνιου, που έγραψε ο Διονύσης Χαριτόπουλος. Είναι Φλεβάρης του '42 και ο ΕΛ.ΑΣ. είναι ακόμη μία ομάδα, καμιά δεκαριά, φοβισμένοι χωρικοί: «Μία νύχτα, κυνηγημένοι από τους χωροφύλακες, βγήκαμε από το χωριό Δαδί (Αμφίκλεια) έξω στον κάμπο κι αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στις ελιές. Είχε χιόνι. Ξεχιονίσαμε μία γέρικη ελιά, βρήκαμε δύο πέτρες κάπως μεγάλες, τις βάλαμε στην ελιά στην άκρη, ακουμπήσαμε τις πλάτες μας και μέσα σε λίγα λεπτά κοιμηθήκαμε - όπως είμαστε ζεστοί ακόμη, δεν κρυώναμε. Χιόνι γύρω γύρω. Όταν όμως πέρασε λίγη ώρα, εγώ άρχισα να τρέμω και να τρίζουν τα δόντια μου. Τον σπρώχνω και του λέω, ξύπνα, θα πουντιάσουμε. Σήκω να φύγουμε. Λέει, που να πάμε; Κάτσε, κάτσε εδώ, μου λέει. Να, βάλε το κεφάλι σου, βάλ'το στα γόνατα, βά'λτο μες στα γόνατα και πες δεν κρυώνω, δεν κρυώνω, δεν κρυώνω, λέει, και θα ιδείς ότι θα πεις ότι δεν κρυώνεις. Εκείνος κοιμόταν. Ροχάλιζε...»
Καλή λευτεριά.
(H φωτογραφία είναι από ένα βίντεο στο διαδίκτυο. Αν το βλέμμα που θα τους κοιτάμε τη νέα χρονιά μοιάζει με αυτό, τότε έχουμε ελπίδα να διασώσουμε τουλάχιστον την αξιοπρέπειά μας. Είναι ντροπή, αυτό το κορίτσι να κοιτάει με τέτοια αυθάδεια το φακό μπροστά στους μπάτσους και εσύ με παιδί στην ηλικία της, που λέει ο λόγος, να λουφάζεις σπίτι σου και να κρύβεσαι).